ολοσκέπαστος

ολοσκέπαστος
-η, -ο
στεγασμένος τελείως, σκεπασμένος πολύ καλά, καλυμμένος εξ ολοκλήρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολόσκεπος — ολόσκεπος, η, ο και ολοσκέπαστος, η, ο ο ολότελα σκεπασμένος, στεγασμένος: Να και το Νήριτο βουνό, ολόσκεπο από δάσια (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”